παρονομαστής

παρονομαστής
ο
μαθημ.
1. ο ένας από τους δύο όρους τού κλάσματος, ο οποίος γράφεται κάτω από τη γραμμή η οποία βρίσκεται κάτω από τον αριθμητή και δηλώνει σε πόσα μέρη διαιρέθηκε η ακέραια μονάδα για να σχηματιστεί το κλάσμα
2. μτφ. κατάσταση, συμπέρασμα, αποτέλεσμα, κατάντημα («καταλήξαμε [ή καταντήσαμε] στον ίδιο παρονομαστή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρονομάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1769 στον Ιώσηπο Μοισιόδακα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρονομαστής — ο (μαθημ.), ο κάτω από τη γραμμή όρος του κλάσματος, που δηλώνει σε πόσα μέρη χωρίστηκε η μονάδα. Φρ., «Βρισκόμαστε στον ίδιο παρονομαστή», δηλ. στην ίδια κατάσταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλάσμα — Σχέση μεγεθών ή τμήμα μιας μονάδας που έχει διαιρεθεί σε ίσα μέρη. Παριστάνεται με τη γενική μορφή όπου α και β (όροι του κ.) είναι φυσικοί αριθμοί. Για παράδειγμα, , , (γνήσια κ.), , (καταχρηστικά κ.). Ο β (παρονομαστής),που μπορεί να είναι… …   Dictionary of Greek

  • περιοδικοί δεκαδικοί αριθμοί — Δεκαδικό είναι ένα κλάσμα όταν στον παρονομαστή του έχει μια δύναμη του 10. Επειδή το 10 είναι το γινόμενο των πρώτων παραγόντων 2 και 5, φαίνεται εύκολα ότι ένα κλάσμα με μ και ν πρώτους προς αλλήλους, μπορεί να γραφεί ως δεκαδικό μόνο όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • αντιστρέφω — ίστρεψα, άφηκα, ιστραμμένος, μτβ. 1. γυρίζω ανάποδα: Το κλάσμα αντιστράφηκε (ο αριθμητής έγινε παρονομαστής και ο παρονομαστής αριθμητής). 2. μετατρέπω κάτι από μια μορφή ή κατάσταση σε άλλη: Οι περισσότερες κρίσεις μπορούν να αντιστραφούν χωρίς… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδράνεια — Η αντίδραση που προβάλλει ένα σώμα σε κάθε μεταβολή της κατάστασής του, είτε από ηρεμία σε κίνηση, είτε από κίνηση σε ηρεμία. Οι συνήθεις εκφράσεις α. ενός σώματος και κίνηση από την α. χρησιμοποιούνται όταν θέλουμε να εκφράσουμε: στην πρώτη… …   Dictionary of Greek

  • δοντιά — Όργανα της στοματικής κοιλότητας που ανήκουν στο πεπτικό σύστημα και εκτελούν την τομή και τη σύνθλιψη των στερεών τροφών. Μολονότι τα δ. αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο των σπονδυλοζώων, μπορεί να ατροφήσουν και σε αυτά τα ζώα, οπότε… …   Dictionary of Greek

  • εκατοστιαίος — α, ο αριθμητικός όρος που αναφέρεται σε κλάσματα τών οποίων ο παρονομαστής είναι εκατό ή σε αναλογίες στις οποίες ο αριθμός εκατό λαμβάνεται ως βάση («εκατοστιαία κλάσματα, εκατοστιαία αναλογία») …   Dictionary of Greek

  • εντροπία — Θερμοδυναμικό μέγεθος. Μεταφράζει σε μαθηματική μορφή τις συνέπειες του δεύτερου θερμοδυναμικού αξιώματος, σύμφωνα με το οποίο η ολοκληρωτική μετατροπή της θερμότητας σε μηχανικό έργο είναι αδύνατη. Από τις πρώτες εμπειρικές γνώσεις, βασισμένες… …   Dictionary of Greek

  • κλίμακα — I (Γεωγρ.). Η σχέση μεταξύ μιας απόστασης σε ευθεία γραμμή, η οποία απεικονίζεται σε έναν χάρτη, με την ίδια απόσταση στο έδαφος. Για παράδειγμα, κ. 1: 1.000.000 σημαίνει ότι 1 χιλιοστό ή 1 εκατοστό ή 1 μέτρο στον χάρτη ισοδυναμεί με 1.000.000… …   Dictionary of Greek

  • μοιραστής — ο, θηλ. μοιράστρ(ι)α, αρσ. πληθ. μοιραστάδες (Μ μοιραστής) [μοιράζω] νεοελλ. αυτός που αναλαμβάνει να μοιράσει, να διανείμει κάτι μσν. διαιρέτης, παρονομαστής κλάσματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”